ἀνάρσιος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάρσιος:''' -ον και -α, -ον· [[ανάρμοστος]], [[άτοπος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εχθρικός]], [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]], [[απεχθής]], [[άσπονδος]], σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για περιστατικά, [[δυσχερής]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνάρσιος:''' -ον και -α, -ον· [[ανάρμοστος]], [[άτοπος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εχθρικός]], [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]], [[απεχθής]], [[άσπονδος]], σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για περιστατικά, [[δυσχερής]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάρσιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> неприязненный, недружелюбный, враждебный Hom., Aesch., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> неприятный, обидный: ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Her. подвергнуться жестокому обращению.
}}
}}