ἀναρμοστέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρμοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀνάρμοστος]]), δεν είμαι [[πρέπων]] ή [[κατάλληλος]], <i>τινί</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀναρμοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀνάρμοστος]]), δεν είμαι [[πρέπων]] ή [[κατάλληλος]], <i>τινί</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρμοστέω:''' <b class="num">1)</b> не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> быть расстроенным ([[λύρα]] ἀναρμοστεῖ Plat.).
}}
}}