3,276,932
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνορούω:''' быстро подниматься, устремляться, вскакивать (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.). | |||
}} | }} |