ἀνεμώλιος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμώλιος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), [[ανεμώδης]]· μεταφ., <i>ἀνεμώλια βάζειν</i>, λέω [[λόγια]] του αέρα, σε Όμηρ.· <i>οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι</i>, είναι όπως οι άνεμοι, δηλ. άστατοι, ανίκανοι, σε Ομήρ. Ιλ.· τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον; [[γιατί]] κουβαλάς άσκοπα το [[τόξο]] [[σου]]; στο ίδ.· [[ἀνεμώλιος]], [[ανόητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνεμώλιος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), [[ανεμώδης]]· μεταφ., <i>ἀνεμώλια βάζειν</i>, λέω [[λόγια]] του αέρα, σε Όμηρ.· <i>οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι</i>, είναι όπως οι άνεμοι, δηλ. άστατοι, ανίκανοι, σε Ομήρ. Ιλ.· τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον; [[γιατί]] κουβαλάς άσκοπα το [[τόξο]] [[σου]]; στο ίδ.· [[ἀνεμώλιος]], [[ανόητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμώλιος:''' досл. ветреный, перен. пустой, ничтожный Anacr., Luc., Anth.: [[ἀνεμώλια]] βάζειν Hom. бросать слова на ветер.
}}
}}