ἀντισπαστικός: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντισπαστικός:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πούς]]) = [[ἀντίσπαστος]] II.<br />сокращающийся, сжимающийся ([[ὑστέρα]] Arst.).
}}
}}