ἀποσῴζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διαφυλάσσω]] από, [[θεραπεύω]] από [[ασθένεια]], <i>τινός</i>, σε Σοφ.· [[ἀποσῴζω]] [[οἴκαδε]], [[φέρνω]] κάποιον σώο στην [[πατρίδα]], σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσωθῆναι ἐς</i> ή <i>ἐπὶ τόπον</i>, [[φθάνω]] [[σώος]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., διασώζομαι, γλιτώνω από κίνδυνο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διαφυλάσσω]] από, [[θεραπεύω]] από [[ασθένεια]], <i>τινός</i>, σε Σοφ.· [[ἀποσῴζω]] [[οἴκαδε]], [[φέρνω]] κάποιον σώο στην [[πατρίδα]], σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσωθῆναι ἐς</i> ή <i>ἐπὶ τόπον</i>, [[φθάνω]] [[σώος]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., διασώζομαι, γλιτώνω από κίνδυνο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῴζω:''' <b class="num">1)</b> спасать, избавлять (νόσου Soph.; ἐκ τῶν ναυαγίων Luc.); pass. спасаться, уцелевать Plut.;<br /><b class="num">2)</b> сохранять в целости (οὐκ ἀποκναῖσαι, ἀλλὰ ἀποσῶσαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> хранить в памяти (γνώμας τινός Eur.);<br /><b class="num">4)</b> доставлять целым и невредимым (τινὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα Xen.): ἀποσωθῆναι ἐς Σπάρτην Her. благополучно прибыть в Спарту;<br /><b class="num">5)</b> оставаться невредимым Plat.
}}
}}