3,274,873
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσημος:''' Δωρ. ἄ-σᾱμος, -ον ([[σῆμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[σημείο]] ή [[σημάδι]], [[ἄσημος]] [[χρυσός]], [[άκοπος]] [[χρυσός]], σε [[φυσική]] [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.· ἄσημον [[ἀργύριον]], σε Θουκ.· <i>ἄσημα ὅπλα</i>, όπλα [[χωρίς]] [[σήμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θυσίες ή χρησμούς, αυτός που δεν παρέχει κανένα [[σημάδι]], [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]], [[ασαφής]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δεν αφήνει κανένα [[σημάδι]] ή [[ίχνος]], [[ακαθόριστος]], σε Σοφ.· λέγεται για ήχους, [[άναρθρος]], [[ακατάληπτος]], σε Ηρόδ.· ἄσημα βοῆς = [[ἄσημος]] [[βοή]], σε Σοφ.· γενικά, [[απαρατήρητος]], [[αδιάκριτος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις κ.λπ., [[ασήμαντος]], [[άγνωστος]], [[μικρός]], [[αφανής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄσημος:''' Δωρ. ἄ-σᾱμος, -ον ([[σῆμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[σημείο]] ή [[σημάδι]], [[ἄσημος]] [[χρυσός]], [[άκοπος]] [[χρυσός]], σε [[φυσική]] [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.· ἄσημον [[ἀργύριον]], σε Θουκ.· <i>ἄσημα ὅπλα</i>, όπλα [[χωρίς]] [[σήμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για θυσίες ή χρησμούς, αυτός που δεν παρέχει κανένα [[σημάδι]], [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]], [[ασαφής]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δεν αφήνει κανένα [[σημάδι]] ή [[ίχνος]], [[ακαθόριστος]], σε Σοφ.· λέγεται για ήχους, [[άναρθρος]], [[ακατάληπτος]], σε Ηρόδ.· ἄσημα βοῆς = [[ἄσημος]] [[βοή]], σε Σοφ.· γενικά, [[απαρατήρητος]], [[αδιάκριτος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις κ.λπ., [[ασήμαντος]], [[άγνωστος]], [[μικρός]], [[αφανής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσημος:''' <b class="num">1)</b> не меченный, не имеющий знаков, без эмблем ([[ὅπλα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нечеканенный, в слитках ([[χρυσός]] Her.; [[χρυσίον]] Thuc., Arst.; [[ἄργυρος]] ἄ. καὶ νομίσματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неясный, неразборчивый, невнятный (ἄσημα φράζειν Her.; φωναί Arst., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> непонятный, темный (χρηστήρια Her.; χρησμοί Aesch.; [[ὄργια]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> неизвестный, безвестный, незначительный (οὐκ ἄ. [[πόλις]] Eur.; οἱ ἔνδοξοι καὶ οἱ ἀσημότεροι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> неузнанный, незамеченный (ὁ [[ἐργάτης]] Soph.). | |||
}} | }} |