3,273,848
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ. | |lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοκέλευστος:''' (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth. | |||
}} | }} |