αὐτοκέλευστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.
|lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκέλευστος:''' (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth.
}}
}}