ἄστονος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄστονος]], -ον (Α) [[στένω]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς<br /><b>2.</b> ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς.
|mltxt=[[ἄστονος]], -ον (Α) [[στένω]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς<br /><b>2.</b> ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστονος:''' <b class="num">1)</b> разгоняющий стоны, т. е. веселящий ([[πότος]] Anacr.);<br /><b class="num">2)</b> полный стонов ([[θεωρίς]] Aesch. - v. l. к [[ναύστολος]]).
}}
}}