αὐθωρεί: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_9)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθωρεί''': ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], αὐτοστιγμί, ἡ [[Πυθία]] καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.
|lstext='''αὐθωρεί''': ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], αὐτοστιγμί, ἡ [[Πυθία]] καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθωρεί:''' Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.

Russian (Dvoretsky)

αὐθωρεί: Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.