γάγγραινα: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γάγγραινα]])<br /><b>1.</b> τοπική [[νέκρωση]] των ιστών η οποία προέρχεται από [[πληγή]] ή [[απόστημα]] που προκαλεί [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]] που βαθμιαία προκαλεί [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («η [[γάγγραινα]] της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή [[πολιτική]] ζωή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό, και [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φαγέδαινα]], λ. με παρόμοια [[σημασία]] και ίδιο [[επίθημα]]). Δεν [[είναι]] γνωστό ποιο [[αρσενικό]] ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως [[βάση]] για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα <i>γάγγρων</i>, <i>γάγγρος</i> ή και <i>γάγγρα</i>, [[ονομασία]] της κατσίκας [[κατά]] τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. [[αιώνας]]). Οπωσδήποτε η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[γράω]] «[[τρώω]], [[ροκανίζω]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο αν ο [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] πρωτοεμφανίστηκε στο [[ρήμα]] (<i>γαγγράω</i>, <i>γαγγραίνω</i>) ή στο ουσιαστικό].
|mltxt=η (AM [[γάγγραινα]])<br /><b>1.</b> τοπική [[νέκρωση]] των ιστών η οποία προέρχεται από [[πληγή]] ή [[απόστημα]] που προκαλεί [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]] που βαθμιαία προκαλεί [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («η [[γάγγραινα]] της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή [[πολιτική]] ζωή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό, και [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φαγέδαινα]], λ. με παρόμοια [[σημασία]] και ίδιο [[επίθημα]]). Δεν [[είναι]] γνωστό ποιο [[αρσενικό]] ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως [[βάση]] για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα <i>γάγγρων</i>, <i>γάγγρος</i> ή και <i>γάγγρα</i>, [[ονομασία]] της κατσίκας [[κατά]] τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. [[αιώνας]]). Οπωσδήποτε η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[γράω]] «[[τρώω]], [[ροκανίζω]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο αν ο [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] πρωτοεμφανίστηκε στο [[ρήμα]] (<i>γαγγράω</i>, <i>γαγγραίνω</i>) ή στο ουσιαστικό].
}}
{{elru
|elrutext='''γάγγραινα:''' ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT.
}}
}}