3,277,172
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ. | |lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur. | |||
}} | }} |