γηπετής: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.
}}
}}