Βοιωτίδιον: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Βοιωτίδιον:''' [τῑ], τό, υποκορ. του [[Βοιωτός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Βοιωτίδιον:''' [τῑ], τό, υποκορ. του [[Βοιωτός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Βοιωτίδιον:''' τό шутл. маленький беотиец Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:16, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Βοιωτίδιον: [τῖ], τό, ὑποκορ. τοῦ Βοιωτός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 872.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῑδ-]
pequeño beocio dim. cóm. de Βοιώτιος Ar.Ach.872.
Greek Monotonic
Βοιωτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του Βοιωτός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Βοιωτίδιον: τό шутл. маленький беотиец Arph.