δειλαίνω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειλαίνω:''' ([[δείλος]]), είμαι [[δειλός]] ή [[άνανδρος]], [[μικρόψυχος]], [[δειλιάζω]], [[λιποψυχώ]], σε Αριστ.
|lsmtext='''δειλαίνω:''' ([[δείλος]]), είμαι [[δειλός]] ή [[άνανδρος]], [[μικρόψυχος]], [[δειλιάζω]], [[λιποψυχώ]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειλαίνω:''' <b class="num">1)</b> быть робким Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> med. бояться (ποιεῖν τι Luc.).
}}
}}