διϊσχυρίζομαι: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διϊσχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> στηρίζομαι [[επάνω]], βασίζομαι σε, <i>τινι</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβεβαιώνω]], [[επιβεβαιώνω]], <i>τι</i>, σε Πλάτ.· δ. τι [[εἶναι]], στον ίδ.
|lsmtext='''διϊσχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> στηρίζομαι [[επάνω]], βασίζομαι σε, <i>τινι</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβεβαιώνω]], [[επιβεβαιώνω]], <i>τι</i>, σε Πλάτ.· δ. τι [[εἶναι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διϊσχῡρίζομαι:''' <b class="num">1)</b> опираться, ссылаться (τοῦς [[ἔξω]] τοῦ ἀγῶνος λόγοις Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> настаивать, решительно утверждать (τι Plat., Arst. и περί τινος Lys., Plat.).
}}
}}