διαφυή: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφυή:''' ἡ ([[διαφύομαι]]), οποιοδήποτε [[φυσικό]] [[χώρισμα]], [[σύνδεσμος]], [[αρμός]], [[συρραφή]], [[τμήμα]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''διαφυή:''' ἡ ([[διαφύομαι]]), οποιοδήποτε [[φυσικό]] [[χώρισμα]], [[σύνδεσμος]], [[αρμός]], [[συρραφή]], [[τμήμα]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφυή:''' ἡ<b class="num">1)</b> щель, просвет, промежуток (τὰ [[ὀστᾶ]] διαφυὰς [[ἔχει]] χωρὶς ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plat.): αἱ διαφυαὶ τῶν ὀδόντων Plut. промежутки между зубами;<br /><b class="num">2)</b> надрез, шов (κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Xen.; ἐρεβίνθου δ. Plut.).
}}
}}