3,242,351
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαφυή:''' ἡ ([[διαφύομαι]]), οποιοδήποτε [[φυσικό]] [[χώρισμα]], [[σύνδεσμος]], [[αρμός]], [[συρραφή]], [[τμήμα]], σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''διαφυή:''' ἡ ([[διαφύομαι]]), οποιοδήποτε [[φυσικό]] [[χώρισμα]], [[σύνδεσμος]], [[αρμός]], [[συρραφή]], [[τμήμα]], σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφυή:''' ἡ<b class="num">1)</b> щель, просвет, промежуток (τὰ [[ὀστᾶ]] διαφυὰς [[ἔχει]] χωρὶς ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plat.): αἱ διαφυαὶ τῶν ὀδόντων Plut. промежутки между зубами;<br /><b class="num">2)</b> надрез, шов (κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Xen.; ἐρεβίνθου δ. Plut.). | |||
}} | }} |