δονακόεις: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δονᾰκόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> заросший тростником ([[Εὐρώτας]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> тростниковый, камышевый ([[δόλος]] Anth.).
}}
}}