3,270,341
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσοιστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''δύσοιστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσοιστος:''' невыносимый (ἄλγη Aesch.; πόνοι Soph.; [[φορτίον]] Plut.): βίου δύσοιστον ἔχειν τροφάν Soph. с трудом добывать себе пропитание. | |||
}} | }} |