ἐγκαθορμίζομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[εισέρχομαι]] στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, [[αγκυροβολώ]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[εισέρχομαι]] στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, [[αγκυροβολώ]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' входить в порт, становиться на якорь (ἐγκαθορμισάμεναι [[αὐτόσε]] αἱ [[νῆες]] Thuc.).
}}
}}