ἐγκομβόομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκομβόομαι:''' Μέσ., [[δένω]] [[κάτι]] πάνω μου, είμαι ζωσμένος, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐγκομβόομαι:''' Μέσ., [[δένω]] [[κάτι]] πάνω μου, είμαι ζωσμένος, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκομβόομαι:''' досл. надевать на себя, облекаться, перен. усваивать (ταπεινοφροσύνην NT).
}}
}}