ἑλκαίνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκαίνω:''' ([[ἕλκος]]), έχω [[έλκος]], είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἑλκαίνω:''' ([[ἕλκος]]), έχω [[έλκος]], είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκαίνω:''' страдать от ран, быть раненным Aesch.
}}
}}