ἐνεύδω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μέσα ή πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐνεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] μέσα ή πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεύδω:''' (в чем-л. или завернувшись во что-л.) спать (κώεσιν Hom.; τρίβωνι Diog. L.).
}}
}}