Anonymous

ἐξαρτύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαρτύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ύσω</i>, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] εντελώς, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], σε Ευρ., Θουκ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι, στον ίδ.· με απαρ., <i>ἐξαρτύεται γαμεῖν</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι [[έτοιμος]], πάντα [[σφι]] ἐξήρτυτο, σε Ηρόδ.· σε Παθ. μτχ. παρακ. [[έτοιμος]], ζεμένος (λέγεται για [[άλογο]]), σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., εφοδιασμένος, εξοπλισμένος ή προμηθευμένος με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐξαρτύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ύσω</i>, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] εντελώς, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], σε Ευρ., Θουκ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι, στον ίδ.· με απαρ., <i>ἐξαρτύεται γαμεῖν</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι [[έτοιμος]], πάντα [[σφι]] ἐξήρτυτο, σε Ηρόδ.· σε Παθ. μτχ. παρακ. [[έτοιμος]], ζεμένος (λέγεται για [[άλογο]]), σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., εφοδιασμένος, εξοπλισμένος ή προμηθευμένος με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαρτύω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> устраивать, готовить ([[πόλεμος]] ἐξαρτύεται Eur.; med.: γάμον γαμεῖν Aesch.; φόνον τινός Eur.; τὸ [[σῶμα]] πρὸς τοὺς ἀγῶνας Plut.): ἐ. τἄνδον Eur. приводить в порядок домашние дела; πάντα ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον Her. все было готово к возвращению; [[ὄργανον]] ἐξαρτύεσθαι Plut. настраивать музыкальный инструмент;<br /><b class="num">2)</b> снабжать (τοῖσί τε ἄλλοισι καὶ σίτῳ ἐξηρτυμένοι Her.): ἐξηρτυμένος νεηνίῃσι Her. в сопровождении юношей; ὁ [[στόλος]] καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἐξαρτυθείς Thuc. военная экспедиция, состоящая из флота и пехоты; ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἡ [[Ἑλλάς]] Thuc. Греция обзавелась флотом; τόξοισιν ἐξηρτυμένοι Aesch. вооруженные луками и стрелами;<br /><b class="num">3)</b> снаряжать ([[νεῶν]] ἐπίπλουν Thuc.; med. ναυτικὸν στόλον Plut.).
}}
}}