ἔξορκος: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξορκος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορκίζει («[[ἔξορκος]] βοὰ [[κήρυκος]] ἐσθλοῡ» — [[φωνή]] του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἔξορκος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορκίζει («[[ἔξορκος]] βοὰ [[κήρυκος]] ἐσθλοῡ» — [[φωνή]] του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξορκος:''' связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).
}}
}}