ἐξόγκωμα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόγκωμα:''' ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.
}}
}}