3,260,309
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξόγκωμα:''' ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник. | |||
}} | }} |