ἐπιδρομικός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδρομικός]], -ή, -όν (Α) [[επιδρομή]]<br />αυτός που γίνεται [[επιδρομάδην]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος.
|mltxt=[[ἐπιδρομικός]], -ή, -όν (Α) [[επιδρομή]]<br />αυτός που γίνεται [[επιδρομάδην]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδρομικός:''' стремительный, поспешный Sext.
}}
}}