ἐπιφοιτάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφοιτάω:''' Ιων. —έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[έρχομαι]] εξακολουθητικά, [[επισκέπτομαι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] επανειλημμένα, [[συχνάζω]], <i>τὸ ἐπιφοιτέον</i> ή <i>οἱ ἐπιφοιτέοντες</i>, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], οι κανάτες κρασιού που έρχονταν [[συνέχεια]], στον ίδ.· <i>ἐπ. ἐς..</i>., περιφέρομαι, [[περιηγούμαι]] σε διάφορα μέρη, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[σπάνιος]] ἐπ. [[σφι]], τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, [[στοιχειώνω]], [[βασανίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιφοιτάω:''' Ιων. —έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[έρχομαι]] εξακολουθητικά, [[επισκέπτομαι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] επανειλημμένα, [[συχνάζω]], <i>τὸ ἐπιφοιτέον</i> ή <i>οἱ ἐπιφοιτέοντες</i>, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], οι κανάτες κρασιού που έρχονταν [[συνέχεια]], στον ίδ.· <i>ἐπ. ἐς..</i>., περιφέρομαι, [[περιηγούμαι]] σε διάφορα μέρη, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[σπάνιος]] ἐπ. [[σφι]], τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, [[στοιχειώνω]], [[βασανίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφοιτάω:''' ион. ἐπιφοιτέω<br /><b class="num">1)</b> прибывать, приходить, посещать (ἐς Πελοπόννησον Thuc.; τινι Her.): τὸ ἐπιφοιτέον и οἱ ἐπιφοιτέοντες Her. приходящие, посетители; ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]] Her. ввозимая (в Египет) глиняная посуда;<br /><b class="num">2)</b> посещать, являться (ἐπιφοιτέον τινὶ [[ὄνειρον]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> совершать нападение, делать набег (τὴν γῆν Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> поражать (αἱ νόσοι ἐπιφοιτῶσι Plut.).
}}
}}