3,273,446
edits
(4) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔρεβος:''' ους и εος τό (эп. gen. [[ἐρέβευς]], ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина. | |||
}} | }} |