ἕστωρ: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἕστωρ:''' ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
}}
}}