ἐρύγμηλος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρύγμηλος:''' издающий громкое мычание, мычащий ([[ταῦρος]] Hom.).
}}
}}