εὐδιάζομαι: Difference between revisions

2b
(6_5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάζομαι''': ἀποθ., = [[εὐδιάω]], [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.
|lstext='''εὐδιάζομαι''': ἀποθ., = [[εὐδιάω]], [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάζομαι:''' наслаждаться покоем: [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. жизнь, полная безмятежного покоя.
}}
}}