εὐόφθαλμος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐόφθαλμος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία μάτια, σε Ξεν.· [[ανοιχτομάτης]], [[διορατικός]], [[οξυδερκής]], αυτός που έχει διαπεραστική [[ματιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὐόφθαλμος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία μάτια, σε Ξεν.· [[ανοιχτομάτης]], [[διορατικός]], [[οξυδερκής]], αυτός που έχει διαπεραστική [[ματιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐόφθαλμος:''' <b class="num">1)</b> с красивыми глазами Xen.;<br /><b class="num">2)</b> зоркий Xen., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> хороший на вид: εὐ. ἀκοῦσαι [[μόνον]] Arst. лишь на слух кажущийся хорошим.
}}
}}