3,274,216
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐόφθαλμος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία μάτια, σε Ξεν.· [[ανοιχτομάτης]], [[διορατικός]], [[οξυδερκής]], αυτός που έχει διαπεραστική [[ματιά]], στον ίδ. | |lsmtext='''εὐόφθαλμος:''' -ον, αυτός που έχει ωραία μάτια, σε Ξεν.· [[ανοιχτομάτης]], [[διορατικός]], [[οξυδερκής]], αυτός που έχει διαπεραστική [[ματιά]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐόφθαλμος:''' <b class="num">1)</b> с красивыми глазами Xen.;<br /><b class="num">2)</b> зоркий Xen., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> хороший на вид: εὐ. ἀκοῦσαι [[μόνον]] Arst. лишь на слух кажущийся хорошим. | |||
}} | }} |