εὐσύμβολος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσύμβολος:''' староатт. [[εὐξύμβολος]] 2<br /><b class="num">1)</b> легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ [[ἐστί]] Aesch. это легко разгадать;<br /><b class="num">2)</b> сговорчивый (ξένοισι Aesch.; [[εὔορκος]] καὶ εὐ. Xen.);<br /><b class="num">3)</b> предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).
}}
}}