εὐχάριστος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχάριστος:''' -ον ([[χαρίζομαι]]), = [[εὔχαρις]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[αρεστός]], [[συμπαθής]], [[ευχάριστος]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], εκλεπτυσμένος, [[γλαφυρός]], στον ίδ.· επίρρ., <i>τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως</i>, [[πεθαίνω]] [[ευτυχισμένος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευγνώμων]], Λατ. [[gratus]], στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐχάριστος:''' -ον ([[χαρίζομαι]]), = [[εὔχαρις]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[αρεστός]], [[συμπαθής]], [[ευχάριστος]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], εκλεπτυσμένος, [[γλαφυρός]], στον ίδ.· επίρρ., <i>τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως</i>, [[πεθαίνω]] [[ευτυχισμένος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευγνώμων]], Λατ. [[gratus]], στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχάριστος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> приятный, милый ([[τέχνη]] γεωρτίας, λόγοι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> благодарный, признательный ([[ἄνθρωπος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> благодетельный, благожелательный, благосклонный NT.
}}
}}