3,274,917
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐχάριστος:''' -ον ([[χαρίζομαι]]), = [[εὔχαρις]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[αρεστός]], [[συμπαθής]], [[ευχάριστος]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], εκλεπτυσμένος, [[γλαφυρός]], στον ίδ.· επίρρ., <i>τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως</i>, [[πεθαίνω]] [[ευτυχισμένος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευγνώμων]], Λατ. [[gratus]], στον ίδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐχάριστος:''' -ον ([[χαρίζομαι]]), = [[εὔχαρις]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[αρεστός]], [[συμπαθής]], [[ευχάριστος]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], εκλεπτυσμένος, [[γλαφυρός]], στον ίδ.· επίρρ., <i>τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως</i>, [[πεθαίνω]] [[ευτυχισμένος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευγνώμων]], Λατ. [[gratus]], στον ίδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐχάριστος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> приятный, милый ([[τέχνη]] γεωρτίας, λόγοι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> благодарный, признательный ([[ἄνθρωπος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> благодетельный, благожелательный, благосклонный NT. | |||
}} | }} |