ἑφθός: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων.
|lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑφθός:''' [adj. verb. к [[ἕψω]]<br /><b class="num">1)</b> вареный (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> переваренный, кипяченый ([[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> очищенный плавкой, т. е. чистый ([[χρυσός]] Plut.).
}}
}}