3,277,226
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηγᾰλέος:''' -α, -ον ([[θήγω]]),<br /><b class="num">I.</b> ακονισμένος, [[κοφτερός]], σε Ανθ. Π.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει [[κάτι]] αιχμηρό, με γεν., στον ίδ. | |lsmtext='''θηγᾰλέος:''' -α, -ον ([[θήγω]]),<br /><b class="num">I.</b> ακονισμένος, [[κοφτερός]], σε Ανθ. Π.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει [[κάτι]] αιχμηρό, με γεν., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηγᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> заостренный, острый ([[στάλιξ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> делающий острым, заостряющий ([[λίθος]] θηγαλέη καλάμων Anth.). | |||
}} | }} |