θηγαλέος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηγᾰλέος:''' -α, -ον ([[θήγω]]),<br /><b class="num">I.</b> ακονισμένος, [[κοφτερός]], σε Ανθ. Π.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει [[κάτι]] αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.
|lsmtext='''θηγᾰλέος:''' -α, -ον ([[θήγω]]),<br /><b class="num">I.</b> ακονισμένος, [[κοφτερός]], σε Ανθ. Π.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει [[κάτι]] αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηγᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> заостренный, острый ([[στάλιξ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> делающий острым, заостряющий ([[λίθος]] θηγαλέη καλάμων Anth.).
}}
}}