θεώρημα: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεώρημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το [[θέαμα]], σε Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αρχή]] που παράγεται ύστερα από [[σκέψη]], κανόνας, Λατ. [[praeceptum]]· στα Μαθηματικά, το [[θεώρημα]], σε Ευκλ.
|lsmtext='''θεώρημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το [[θέαμα]], σε Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αρχή]] που παράγεται ύστερα από [[σκέψη]], κανόνας, Λατ. [[praeceptum]]· στα Μαθηματικά, το [[θεώρημα]], σε Ευκλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεώρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> зрелище, вид (λόγοι καὶ θεωρήματα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> представление: Μουσῶν ὠσὶ θεωρήματα Plat. слушание поэтических произведений;<br /><b class="num">3)</b> видение, образ (θ. καὶ [[φάντασμα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> воззрение, взгляд, умозрение (περὶ ἀστρολογίαν, περὶ ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">5)</b> положение, принцип, правило (περὶ τὰς παρεμβολάς Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> положение, теорема (μαθηματικὰ θεωρήματα Arst.);<br /><b class="num">7)</b> область науки или искусства (πάντα τὰ θεωρήματα Polyb.).
}}
}}