ἱερουργία: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερουργία:''' Ιων. ἱροεργίη, ἡ, θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[λατρεία]], [[τελετή]], [[θυσία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἱερουργία:''' Ιων. ἱροεργίη, ἡ, θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[λατρεία]], [[τελετή]], [[θυσία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερουργία:''' ион. ἱρουργία, v. l. ἱροεργία и ἱροργία ἡ совершение религиозных обрядов, священный обряд (ἱρουργίαι ἄρρητοι Her.; ἡ περί τι ἱ. Plat.; ἄπυροι ἱερουργίαι Plut.): ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut. совершать жертвоприношения.
}}
}}