καταπιπράσκω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπιπράσκω:''' [[ξεπουλώ]], <i>καταπραθείς</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''καταπιπράσκω:''' [[ξεπουλώ]], <i>καταπραθείς</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπιπράσκω:''' (aor. pass. καταπρᾱθείς) продавать: τὸ καταπραθέν Luc. выручка от продажи.
}}
}}