καταστολή: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καταστολή]]) [[καταστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[περιορισμός]], [[περιστολή]], [[αναστολή]], [[συγκράτηση]], [[συμμάζεμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπνιξη]], [[κατάπαυση]], κατασίγαση, [[καθυπόταξη]], [[καταπράυνση]] (α. «[[καταστολή]] τών παθών» β. «[[καταστολή]] του κινήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενταφιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], [[στολή]]<br /><b>2.</b> [[υποδούλωση]], [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> [[κοσμιότητα]], [[σεμνότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[μετριοπάθεια]], [[εγκράτεια]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> [[ηρεμία]] ψυχής, [[αταραξία]]<br /><b>6.</b> (σχόλ. και πάπ.) το [[τέρμα]] μιας ενέργειας και [[ιδίως]] μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η [[λύση]] της πλοκής δραματικού έργου.
|mltxt=η (AM [[καταστολή]]) [[καταστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[περιορισμός]], [[περιστολή]], [[αναστολή]], [[συγκράτηση]], [[συμμάζεμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπνιξη]], [[κατάπαυση]], κατασίγαση, [[καθυπόταξη]], [[καταπράυνση]] (α. «[[καταστολή]] τών παθών» β. «[[καταστολή]] του κινήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενταφιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], [[στολή]]<br /><b>2.</b> [[υποδούλωση]], [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> [[κοσμιότητα]], [[σεμνότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[μετριοπάθεια]], [[εγκράτεια]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> [[ηρεμία]] ψυχής, [[αταραξία]]<br /><b>6.</b> (σχόλ. και πάπ.) το [[τέρμα]] μιας ενέργειας και [[ιδίως]] μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η [[λύση]] της πλοκής δραματικού έργου.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> сдерживание, унимание (sc. τῆς ταραχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> сдержанность, скромность: κ. τῆς περιβολῆς Plut. скромность в одежде;<br /><b class="num">3)</b> одеяние, одежда (ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT).
}}
}}