κάτισχνος: Difference between revisions

2b
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κάτισχνος]], -ον)<br />ο πολύ [[ισχνός]], ο πολύ αδυνατισμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[κάτισχνος]], -ον)<br />ο πολύ [[ισχνός]], ο πολύ αδυνατισμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''κάτισχνος:''' истощенный, исхудавший (κ. καἴ [[νοσώδης]] Plut.).
}}
}}