κατονομάζω: Difference between revisions

2b
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατονομάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] κάποιον ονομαστικά, [[αναφέρω]] το όνομα [[αυτού]] που [[καταγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]] («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ [[Ποσειδώνιος]] τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατονομάζομαι</i><br />α) (για αριθμούς) [[είμαι]] εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους<br />β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῑ κατωνομασμένην», <b>Πολ.</b>)<br />γ) αφιερώνομαι στον θεό<br />δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ κατωνομασμένα</i><br />τα αναφερθέντα.
|mltxt=(ΑΜ [[κατονομάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] κάποιον ονομαστικά, [[αναφέρω]] το όνομα [[αυτού]] που [[καταγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]] («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ [[Ποσειδώνιος]] τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατονομάζομαι</i><br />α) (για αριθμούς) [[είμαι]] εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους<br />β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῑ κατωνομασμένην», <b>Πολ.</b>)<br />γ) αφιερώνομαι στον θεό<br />δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ κατωνομασμένα</i><br />τα αναφερθέντα.
}}
{{elru
|elrutext='''κατονομάζω:''' <b class="num">1)</b> именовать, называть: κατονομάζεσθαι τῷ διαφέρειν [[κατά]] τι Arst. именоваться в зависимости от различия в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> обещать в жены, обручать (παρθένον γυναῖκα τῷ βασιλεῖ Polyb.).
}}
}}