κληματόομαι: Difference between revisions

3
(6_20)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλημᾰτόομαι''': παθ. ([[κλῆμα]]) ἀναδίδω κλάδους, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης [[δέμας]] (κατὰ τὸν Bgk.) Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 10, 3.
|lstext='''κλημᾰτόομαι''': παθ. ([[κλῆμα]]) ἀναδίδω κλάδους, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης [[δέμας]] (κατὰ τὸν Bgk.) Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 10, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''κλημᾰτόομαι:''' (pf. κεκλημάτωμαι) пускать побеги, давать отпрыски Soph.
}}
}}