κήδω: Difference between revisions

1,152 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., [[τῶν]] ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., [[τῶν]] ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κήδω:''' (fut. [[κηδήσω]], эп. fut. 2 κεκᾰδήσω, эп. impf. iter. [[κήδεσκον]], part. aor. 2 κεκᾰδών; эп. fut. med. 2 [[κεκαδήσομαι]])<br /><b class="num">1)</b> беспокоить, удручать, тревожить (τινά Hom.); med.-pass. беспокоиться, волноваться, скорбеть: [[ἄμφω]] φιλέουσά τε χηδομένη τε Hom. обоих любя и (за обоих) волнуясь; κήδετο Δαναῶν Hom. (Гера) скорбела за данайцев;<br /><b class="num">2)</b> быть озабоченным, заботиться (συναπάσης τῆς Ἓλλάδος Her.; med.: τῆς πόλεως Thuc. и τῆς πολιτείας Arst.; τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Plut.): [[εὐνοῶν]] τε καὶ κηδόμενος Arph. доброжелательный и заботливый;<br /><b class="num">3)</b> разить, поражать (τινὰ τόξοισι Hom.): τινὰ θυμοῦ καὶ ψυχῆς κ. Hom. поражать кого-л. насмерть.
}}
}}