λαγωβόλον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγωβόλον:''' τό ([[βάλλω]]), [[ξύλο]] που εξακοντίζεται σε λαγούς, το οποίο χρησίμευε και σαν ποιμενική [[ράβδος]], Λατ. [[pedum]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λᾰγωβόλον:''' τό ([[βάλλω]]), [[ξύλο]] που εξακοντίζεται σε λαγούς, το οποίο χρησίμευε και σαν ποιμενική [[ράβδος]], Λατ. [[pedum]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγωβόλον:''' τό палка на зайцев, т. е. пастуший посох Theocr., Anth.
}}
}}