3,277,206
edits
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαργάω:''' ([[μάργος]]), χρησιμ. μόνο στη μτχ. <i>μαργῶν</i>, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν [[ἱέναι]], είναι [[έτοιμος]] να τρελαθεί, σε Ευρ. | |lsmtext='''μαργάω:''' ([[μάργος]]), χρησιμ. μόνο στη μτχ. <i>μαργῶν</i>, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν [[ἱέναι]], είναι [[έτοιμος]] να τρελαθεί, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαργάω:''' (только part. praes.)<br /><b class="num">1)</b> неистовствовать, быть в ярости: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;<br /><b class="num">2)</b> страстно желать (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν [[ἱέναι]] [[δόρυ]] Eur.). | |||
}} | }} |