μεγαλαυχέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλαυχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], [[καυχησιολογώ]], σε Αισχύλ. — Μέσ., [[καυχιέμαι]] για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μεγᾰλαυχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], [[καυχησιολογώ]], σε Αισχύλ. — Μέσ., [[καυχιέμαι]] για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλαυχέω:''' тж. med. хвастаться, чваниться (ἐπί и ἔν τινι Polyb., διά τι Diod., [[κατά]] τινος Anth.; μηδὲν μεγαλαυχείτω Aesch.).
}}
}}