3,274,916
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταμέλει:''' ([[μέλω]]), παρατ. <i>μετ-έμελε</i>, μέλ. -[[μελήσει]], αόρ. αʹ <i>μετεμέλησε</i>·<br /><b class="num">I.</b> απρόσ., με πιάνει [[μεταμέλεια]], μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me, Σύνταξη:<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[μεταμέλει]] σοι τῆς δωρεᾶς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει [[κάποιος]] δηλώνεται με μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, [[μετανοώ]] για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον εαυτό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μεταμέλει]] μοι, [[μετανοώ]], σε Αριστοφ.· ξυνέβη [[ὑμῖν]] [[πεισθῆναι]] μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια [[στάση]] όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν βρεθήκατε σε [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> το ουδ. της μτχ. <i>μεταμέλον</i>, αμτβ., αφ' ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] με ονομ., [[προκαλώ]] [[μετάνοια]] ή [[λύπη]], <i>τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον</i> (αντί <i>τοῦ εἰρημένου</i>), σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσει (αντί <i>τούτων</i>), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μεταμέλει:''' ([[μέλω]]), παρατ. <i>μετ-έμελε</i>, μέλ. -[[μελήσει]], αόρ. αʹ <i>μετεμέλησε</i>·<br /><b class="num">I.</b> απρόσ., με πιάνει [[μεταμέλεια]], μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me, Σύνταξη:<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[μεταμέλει]] σοι τῆς δωρεᾶς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει [[κάποιος]] δηλώνεται με μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, [[μετανοώ]] για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον εαυτό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μεταμέλει]] μοι, [[μετανοώ]], σε Αριστοφ.· ξυνέβη [[ὑμῖν]] [[πεισθῆναι]] μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια [[στάση]] όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν βρεθήκατε σε [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> το ουδ. της μτχ. <i>μεταμέλον</i>, αμτβ., αφ' ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] με ονομ., [[προκαλώ]] [[μετάνοια]] ή [[λύπη]], <i>τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον</i> (αντί <i>τοῦ εἰρημένου</i>), σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσει (αντί <i>τούτων</i>), σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταμέλει:''' impers. к [[μεταμέλω]]. | |||
}} | }} |