μέτοχος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέτοχος:''' <b class="num">II</b> ὁ сообщник, соучастник (τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.).<br />участвующий, (со)причастный (τέχνης Plat.): μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. разделять (чьи-л.) надежды.
}}
}}