Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοφῐλής:''' любящий муз Anth.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοφῐλής Medium diacritics: μουσοφιλής Low diacritics: μουσοφιλής Capitals: ΜΟΥΣΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: mousophilḗs Transliteration B: mousophilēs Transliteration C: mousofilis Beta Code: mousofilh/s

English (LSJ)

ές,

   A loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.

Greek Monolingual

-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].

Greek Monotonic

μουσοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπά τις Μούσες, εραστής των Μουσών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μουσοφῐλής: любящий муз Anth.